- ολιγοετής
- [олигоэтис] επ малолетний.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ολιγοετής — ές (Α ὀλιγοετής, ες και ὀλιγοετής, ές) αυτός που διαρκεί ή ισχύει λίγα χρόνια νεοελλ. αυτός που έχει μικρή ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πολυ ετής] … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ολιγοετία — ὀλιγοετία, ἡ (Α) [ολιγοετής] η νεαρή ηλικία, η νεότητα … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek